-
1 κατατετμημένα
κατατέμνωcut in pieces: perf part mp neut nom /voc /acc plκατατετμημένᾱ, κατατέμνωcut in pieces: perf part mp fem nom /voc /acc dualκατατετμημένᾱ, κατατέμνωcut in pieces: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 κατατετμημένας
κατατετμημένᾱς, κατατέμνωcut in pieces: perf part mp fem acc plκατατετμημένᾱς, κατατέμνωcut in pieces: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
3 κατατέμνω
A : [tense] aor. κατέτεμον (v. infr.); [dialect] Ion. and [dialect] Dor.κατέταμον Hdt.4.26
, Tab.Heracl.1.14:—cut in pieces, cut up,κρέα Hdt.
l.c., cf. Ar. Pax 1059;ἑαυτόν X.Mem.1.2.55
;τὴν κεφαλήν Aeschin.3.212
;γέρρα X.An.4.7.26
:—[voice] Med., κ. δέραν ὄνυχι lacerate, E.El. 146 (lyr., tm.):—[voice] Pass., τελαμῶσι κατατετμημένοις with regularly cut bandages, Hdt.2.86;σπλάγχνα κατατετμημένα Ar.Av. 1524
; χώρη ἐς διώρυχας -τέτμηται is cut up into ditches or canals, Hdt. 1.193, cf. 2.8; κατετέτμηντο ἐξ αὐτῶν (sc. τῶν διωρύχων)τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν X.An.2.4.13
.b metaph.,τι ἐν τοῖς λόγοις κ. Pl.Hp.Ma. 301b
.2 c. dupl. acc., κ. τινὰ καττύματα cut him up into strips, Ar.Ach. 301; σῶμα κατατεμὼν κύβους having cut it up into cubes, Alex.187.4;τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμών Ephipp.22
;ὅτι σμικρότατα τὸ σῶμα Pl.R. 610b
; κ. (sc. τὰν γᾶν) μερίδας τέτορας Tab.Heracl. l.c.: —[voice] Pass., κατατμηθείην λέπαδνα may I be cut up into straps, Ar.Eq. 768.3 κ. τὸν Πειραιᾶ lay it out in streets, Arist.Pol. 1267b23:— [voice] Pass., τὸ ἄστυ κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθέας has its streets cut straight, Hdt.1.180.4 cut into the ground,κ. τοῦ χωρίου βάθος τρεῖς πόδας IG22.1668.7
; τὰ κατατετμημένα places where mines have already been worked, opp. τὰ ἄτμητα, X.Vect.4.27.5 cut down, pare, [τὸ δέρμα] ὁμαλῶς Hp.Fract.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατέμνω
-
4 κατατετμημέναι
κατατέμνωcut in pieces: perf part mp fem nom /voc plκατατετμημένᾱͅ, κατατέμνωcut in pieces: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
κατατετμημένα — κατατέμνω cut in pieces perf part mp neut nom/voc/acc pl κατατετμημένᾱ , κατατέμνω cut in pieces perf part mp fem nom/voc/acc dual κατατετμημένᾱ , κατατέμνω cut in pieces perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατετμημένας — κατατετμημένᾱς , κατατέμνω cut in pieces perf part mp fem acc pl κατατετμημένᾱς , κατατέμνω cut in pieces perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατέμνω — (AM κατατέμνω, Α και ιων. τ. κατατάμνω) κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω κατακόβω, διαμερίζω αρχ. 1. κόβω δρόμους για την οικοδόμηση πόλεως, ρυμοτομώ 2. κόβω κατά βάθος, κάνω άνοιγμα στη γη 3. περικόπτω, λιγοστεύω κόβοντας 4 … Dictionary of Greek
κατατετμημέναι — κατατέμνω cut in pieces perf part mp fem nom/voc pl κατατετμημένᾱͅ , κατατέμνω cut in pieces perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)